Τρίτη 10 Μαΐου 2011

Το παράθυρο.

Η ιστορία μου πάει κάπως έτσι: Υπάρχει λέει ένα μαγαζάκι, υπόγειο κάπου στο Ηράκλειο. Δεν διαφημίστηκε ποτέ, έτσι δεν το ξέρουν παρά μόνο ελάχιστοι. Όσοι το γνωρίζουν το έμαθαν μόνο από φήμες αλλά ακόμη και αυτοί, δεν ξέρουν όλοι, πού ακριβώς βρίσκεται. Είναι παλιό και δεν έχει ταμπέλα, δεν έχει καν υπάλληλο και ο ιδιοκτήτης είναι εδώ και αρκετές γενιές χαμένος. Είναι πάντα ανοιχτό και μόνο η άγνοιά μας για αυτό, το προστατεύει από τις λεηλασίες. Ακούω πως είναι γεμάτο με αντικείμενα, κάτι σαν τάματα που αφήνει κάποιος όταν μπαίνει. Από κορδόνια παπουτσιών, άδεια κουτάκια μπύρας, μέχρι σκουριασμένους πια φοίνικες και δραχμές. Κάποτε ήταν άδειο, είχε μόνο ένα παράθυρο στον υπόγειο τοίχο με θέα μια απόκοσμη ομίχλη. Ο μύθος έλεγε πως εάν είχες αρκετά όνειρα στη ζωή σου και ήθελες πραγματικά να μάθεις αν θα τα πραγματοποιήσεις, δεν είχες παρά μόνο να κοιτάξεις μέσα από το τζάμι. Η ομίχλη θα χανόταν και μια τρύπα στο χωροχρόνο θα σου έδειχνε τη ζωή σου σε είκοσι χρόνια. Την άκουγα από μικρός την ιστορία. Ποτέ δεν το έψαξα, όμως πάντοτε το είχα σε μία άκρη του μυαλού μου...

Ένα μεθυσμένο βράδυ όμως περνώντας από ένα στενό που θα κρατήσω κρυφό, για ευνόητους λόγους, βουτάει το πόδι μου στο πρώτο από τα πολλά σκαλοπάτια, που οδηγούσαν στο πυρήνα του χωρίς-αμφιβολία, “μυστικού” μαγαζιού. Όπως ήταν φυσικό, τα υπόλοιπα σκαλιά τα κατρακύλησα πόδια-κεφάλι-πλάτη σα βαρελάκι μέχρι το πάτο. Η όχι τόσο ομαλή μου προσγείωση έκοψε απότομα τις επιδράσεις του αλκοόλ στο μυαλό μου. Σηκώθηκα και τίναξα τη σκόνη από επάνω μου. Τότε πρόσεξα, τρία ακόμα άτομα να με κοιτάνε υποτιμητικά από το βάθος του μαγαζιού. Ήταν μία γυναίκα και δύο άντρες.

-”Για το παράθυρο;”. Μου φώναξε η γυναίκα...

-“Εεεε.. Ναι!”.

-“Εδώ είναι η σειρά νεαρέ. Μη βιαστείς είμαστε άλλοι 3 πριν από εσένα...”.

Πλησίασα βιαστικά. Και κοίταξα το θέαμα που έδειχνε το παράθυρο στον άντρα που το κοιτούσε. Ήταν αυτός και η γυναίκα του και έκλαιγαν πάνω από το τραπέζι μιας σκοτεινής κουζίνας κρατώντας ένα ειδοποιητήριο της τράπεζας.

-”Έχει όνειρο να ανοίξει το πιο όμορφο cafe bistro του κόσμου.” Μου ψιθύρισε η γυναίκα...

-Μάλιστα... Εσείς και ο επόμενος τι όνειρο έχετε;

-“Ο άλλος κύριος μπροστά μου, ονειρεύεται πως θα αποκτήσει τη μεγαλύτερη συλλογή κλασσικών αυτοκινήτων του κόσμου. Όσο για εμένα, θέλω να ταξιδέψω σε όλο το κόσμο. Για πες μου εσύ νεαρέ...;”

-Εμένα τα όνειρά μου αφορούν πολύ περισσότερο κόσμο. Δεν είναι βλέπετε τόσο εγωκεντρικά.
“Μμμμ....”. Μούγκρισε ξιπασμένα και μου γύρισε τη πλάτη.

Ο πρώτος έφυγε θυμωμένος. Στον δεύτερο, το παράθυρο έδειξε ένα τεράστιο φλεγόμενο γκαράζ έτσι έφυγε και αυτός απογοητευμένος. Ήρθε και η σειρά της γυναίκας. Η αλήθεια ήταν πως πραγματικά ευχόμουν να δει αυτό που ήθελε. Όμως όχι... Το παράθυρο για ακόμη μια φορά, δεν χαρίστηκε. Είδε τον εαυτό της να σφουγγαρίζει για ένα πενιχρό μισθό τα μάρμαρα ενός αεροδρομίου, καταδικασμένη να βλέπει για πάντα ταξιδιώτες και αεροπλάνα να σηκώνονται. Βουρκωμένη και χωρίς να πει κουβέντα ανέβηκε τα σκαλιά που οδηγούσαν στο δρόμο. Ήταν πια η σειρά μου. Θα έβλεπα την ουτοπία μου; Με σφιγμένες γροθιές και τρομοκρατημένο βλέμμα, παρακολούθησα τον ατημέλητο εαυτό μου, επάνω σε ένα καναπέ να βλέπει καταστροφές και καταστολές στις ειδήσεις, ενώ απολάμβανε ένα κομμάτι πίτσας. Για μια στιγμή κοκάλωσα... Μέχρι που παρατήρησα μία σκονισμένη μεταλλική πλακέτα κάτω από το παράθυρο. Τη σκούπισα και διάβασα “Τίποτα Δεν Είναι Προδιαγεγραμμένο”. Έδειξα το μεσαίο μου δάχτυλο στον ανούσιο μελλοντικό μου εαυτό και ανέβηκα τρέχοντας τα σκαλοπάτια...

(Το κείμενο έχει δημοσιευτεί στην εφημερίδα πόλης ΜΟΝΙΤΟΡ)