Τρίτη 24 Δεκεμβρίου 2013

Περίστροφο



soundtrack κειμένου: Bloodsport - Sneaker Pimps



      Τα βράδια. Τις νύχτες που νιώθω κενές και τα βράδια που νιώθω κενός. Έχω αναπτύξει ένα ιδιότυπο χόμπι. Ανοίγω τη ντουλάπα και βγάζω το χειρότερο τζίν και το πιο φθαρμένο λευκό μπλουζάκι. Τα φοράω βιαστικά και βγαίνω στο μπαλκόνι για να δω αν κρυώνω ή όχι φορώντας τα. Και οι δύο πιθανές περιπτώσεις, οδηγούν στην ίδια κατάληξη. Ανοίγω τη πόρτα του σπιτιού μου και βγαίνω στο δρόμο. Περπατώ στη μέση της ασφάλτου σε στενούς μονόδρομους και παριστάνω πως είμαι υπερήρωας. Η καρδιά μου χτυπά δυνατά σαν παιδιού την ώρα που φαντάζεται πως κατατροπώνει ληστές ή πως αντιμετωπίζει τον τραμπούκο του σχολείου επειδή έφτυσε το κορίτσι που του αρέσει τα τελευταία 3 χρόνια.

       Χθες έκανα το ίδιο. Βγήκα από τη πόρτα και την άφησα ξεκλείδωτη. Κατέβηκα στο δρόμο και έβαλα τα χέρια στις τσέπες γιατί κρύωνα. Οι διαδρομή δεν ήταν άσκοπη. 20 λεπτά παγωμένου αέρα στα πνευμόνια για να φτάσω από τη κλειστή πόρτα μου, στο κέντρο της πόλης. Μπροστά σε ακόμα μια κλειστή πόρτα,  ενός κτιρίου εγκαταλελειμμένου για άγνωστο λόγο. Μια τυπική πολυκατοικία χτισμένη στα μέσα του 70' με πέντε ορόφους και δέκα τουλάχιστον, άδεια διαμερίσματα. Έχω ήδη σφηνώσει από παλιότερα ένα κομμάτι σύρμα που με δύο κινήσεις σπρώχνει τη γλώσσα της κλειδαριάς και η πόρτα ανοίγει διάπλατα. Βάζω το σύρμα στη τσέπη μου και ανεβαίνω πηδώντας τα σκαλοπάτια.
     Οι όροφοι μοιάζουν πανομοιότυποι κι έτσι μετράω σε μισά. Σε κάθε πλατύσκαλο ψιθυρίζω. Μισό-πρώτος- ενάμισι-δεύτερος... Πέμπτος – πεντέμισι. Στο έξι πέφτω με τον ώμο και ανοίγω τη σιδερένια πόρτα της ταράτσας. 

      Κρυώνω απότομα και σηκώνονται οι τρίχες των χεριών μου. Πλησιάζω στην άκρη και κοιτάζω κάτω. Είμαι πάνω από τη κεντρική πλατεία της πόλης. Βλέπω τον κόσμο να περπατάει, βλέπω ανθρώπους που για αυτούς το βράδυ δεν είναι κενό. Βλέπω σιλουέτες σε παράθυρα  τριγύρω  να κάνουν ακριβώς ότι κάνω και εγώ, με μόνη διαφορά τη ζεστασιά του σπιτιού τους. Εγώ δεν έχω αυτό το προνόμιο. Το δικό μου παράθυρο κοιτάζει ένα άδειο μπαλκόνι και μια γεμάτη πυλωτή. Έτσι τις τελευταίες μέρες έρχομαι εδώ  κλείνομαι σαν άγριο ζώο σε αόρατους τοίχους, σαν τα σκυλιά που συναντάς στις ταράτσες της πόλης. Κοιτάζω το κόσμο κάτω μου, κάνω το χέρι μου περίστροφο και σημαδεύω φιγούρες. Ποτέ δεν τραβάω σκανδάλη. Σημαδεύω πάντα.

       Εχθές πέρασε μια κοπέλα βιαστική. Όλος ο κόσμος βάδιζε κάθετα και οριζόντια στη πλατεία, τη φανταζόμουν σαν πίνακα με στήλες και γραμμές τη πλατεία. Εκείνη όμως πέρασε ρευστή. Διαγώνια. Έσπασε το νόμο των κελιών που είχα θεσπίσει. Σημάδευα έναν τύπο που έσερνε ένα πίτμπουλ και έπειτα την είδα με την άκρη του ματιού μου. Κατέβασα το περίστροφο και του τη χάρισα, την ακολούθησα πηγαίνοντας περιμετρικά στο χείλος της ταράτσας με γρήγορα βήματα μέχρι που την έχασα και άρχισα να πηγαίνω πάνω κάτω ακόμα μια φορά σαν άγριο ζώο. 
      Πρώτη φορά τα έχασα και βγήκα από τον ρόλο μου. Ήθελα να τρέξω και να την ακολουθήσω αλλά δεν είχα τη παραμικρή ιδέα τι να της πω. Εάν άρχιζα να της μιλάω για γραμμές και στήλες θα με πέρναγε για τρελό, αν της μιλούσα για υπερήρωες θα έμοιαζα ψυχασθενής, σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση θα της έλεγα ψέμματα και το αποφεύγω. Δεν είχα καμία όρεξη να σημαδέψω κανέναν άλλο για απόψε. Τη γλιτώνουν όλοι και συνεχίζουν να περπατάνε στο νοητό πλέγμα τους. Δεν είχα κουράγιο να φύγω. Δεν είχα διάθεση καλύτερα. Έκοβα βόλτες σαν ιαγουάρος πίσω από κάγκελα μέχρι που πόνεσαν οι μύες των ποδιών μου. Κάθισα στην άκρη, αγκάλιασα τα γόνατά μου και ακούμπησα το κεφάλι μου επάνω τους. Μια ώρα – μιάμιση, δύο – δυόμισι, τρεις ώρες – τριάμισι... 
      Το αριστερό μου μάτι πιάνει μια κίνηση. Η πλατεία είχε μείνει εδώ και ώρα άδεια. Τινάζομαι όρθιος και ανατριχιάζω για δεύτερη φορά. Είναι ξανά εκείνη και διασχίζει διαγώνια και πάλι, όλα όσα βλέπω. Έχω χάσει την ελπίδα μου ώρες τώρα και δεν βγαίνει φωνή. Στη μέση του πλακόστρωτου, κοκαλώνει και μοιάζει να ξέχασε κάτι. Κοιτά τις πολυκατοικίες γύρω της και βλέπει τις σιλουέτες πίσω από τις τζαμαρίες.
        Ο λαιμός της, με αποφασιστικότητα, γυρνά το κεφάλι της προς το μέρος μου. Με κοιτάζει στα μάτια απορημένη και χάνομαι. Είμαι έξι πατώματα πάνω της και πολλά μέτρα μακριά. Πώς είναι δυνατόν να με διαισθάνθηκε. Σφίγγει το χέρι της σε γροθιά  και έπειτα ανοίγει τα τρία πρώτα της δάχτυλα. Παριστάνει πως κρατάει περίστροφο και με σημαδεύει αργά. Κάνω το ίδιο. Καθόμαστε μερικά δευτερόλεπτα έτσι και κατεβάζω το χέρι μου. Ποτέ δεν τραβάω σκανδάλη. Εκείνη κλείνει το ένα της μάτι, γέρνει τον αντίχειρα της προς τα πίσω, παίρνει βαθιά ανάσα και παριστάνει πως ρίχνει. Ξανακάνει το χέρι της γροθιά και το βάζει στα πόδια. Αυτή τη φορά ακολούθησε μια στήλη.  Έμεινα εκεί, με τη μπλούζα και το τζιν μου, βαμμένα κόκκινα. Δεν κρύωνα όμως.

(Το κείμενο έχει δημοσιευτεί στo free-press Limbo) 

Τετάρτη 19 Ιουνίου 2013

Μπανγκόκ

soundtrack κειμένουThe Smashing Pumpkins - Never Let Me Down Again 


        Έκανα το πρώτο βήμα στην άμμο. Βούλιαζαν τα πόδια μου μερικούς πόντους και η γη ζεματούσε. Κρατούσα κάμερα και θα γύριζα βίντεο. Η παραλία ήταν άδεια, με εξαίρεση δύο μόνο παιδιά ξαπλωμένα με το στήθος προς τον ήλιο. Μια κοπέλα και ένα αγόρι. Το αγόρι το ήξερα και με ήξερε αλλά το πρόσωπό του δεν μου θύμιζε τίποτα. Σηκώθηκε από την άμμο και έκανε νόημα και στο κορίτσι να σηκωθεί μαζί του. Με πλησιάζει και στέκεται μπροστά μου. Φοράει τα γυαλιά ηλίου του και μου λέει.
-Ενοχλείς.”
Το πήρα στη πλάκα.
-Να φύγω τότε.” του απαντώ.
Ξεκινάει να περπατά και μου λέει: “-Θα φύγω εγώ, δεν πειράζει”.
Με μερικά βήματα διαφορά περνάει και το κορίτσι από μπροστά μου.
Σταματάει και γυρνά να με κοιτάξει. “-Να σου δείξω μια φωτογραφία;” μου λέει.
-Δείξε μου.”

        Εκείνη την είχα ξαναδεί πριν από πολλά χρόνια, όπως και αυτή εμένα.
Παριστάναμε πως δεν γνωριζόμαστε, από αμηχανία ίσως.
        Μου δείχνει μια φωτογραφία. Είναι το πάτωμα ενός ξενοδοχείου. Στα λευκά πλακάκια, κάθεται μια μικρή μαϊμού και λίγο πιο πίσω υπάρχει μια τζαμαρία, που αντικαθιστά έναν τοίχο. Το δωμάτιο είναι ισόγειο και πίσω από το τζάμι, έχει ένα τοίχο στα δεξιά και πυκνή βλάστηση στα αριστερά. Δεν φαίνεται ουρανός. Τα πάντα είναι μουντά και στον εξωτερικό χώρο δεν μπορείς να καταλάβεις αν βρέχει ή αν απλά έχει αρχίσει να πέφτει η μέρα. Στο χώμα μπροστά στο τζάμι κάθονται μερικές μαϊμούδες ακόμη.

-Το ένα σε απασχολούσε ενώ τα υπόλοιπα έψαχναν για φαΐ στο δωμάτιό σου.” Είπε.
-Είσαι η αδερφή του...του...;”
-Ναι.”
-Που είναι τραβηγμένη;”
-Στη Μπανγκόκ σε ένα δωμάτιο.” μου λέει.

          Το επόμενο δευτερόλεπτο, ήμουν επάνω σε ένα κομμάτι βράχου μέσα σε ένα επικλινές τροπικό δάσος. Απέραντο αλλά δεν το χάζευα. Κοίταξα μόνο ψηλά. Είχα ένα ακόμα βράχο από πάνω μου και ένα από κάτω. Σκαρφάλωσα στον πρώτο και συνέχισα να βρίσκω διαδρομές. Πότε πάνω πότε κάτω. Σκαρφάλωνα σε βράχια, δίχως αύριο. Γαντζωνόμουν από πέτρες και τραβούσα με τεράστια ευκολία το σώμα μου. Τόση, που ήταν υπερφυσική για τον καθένα. Τα χέρια μου μάτωναν αλλά δεν ένιωθα τίποτα. Είχα κανονικά την αφή μου αλλά δεν καταλάβαινα πόνο. Μόνο το αίμα που κύλαγε στους πήχες μου και κατέληγε στο εσωτερικό των αγκώνων μου. Λίγη ώρα μετά, τους είδα...
          Ήταν όρθιοι επάνω σε ένα πλάτωμα. Εκείνη και κάποιος άλλος. Η ζούγκλα έμοιαζε ατελείωτη στο μάτι και εκτεινόταν κάτω από τα πόδια μου. Υπήρχε πυκνή ομίχλη ανάμεσά στα δέντρα. Αυτή τη φορά τη κοίταζα και το δέος, μου έκοψε τα πόδια. Τόσο που έπρεπε να σκεφτώ κάθε φορά που ήθελα να εκπνέυσω. Δέος- εισπνοή και δέος ξανά, μέχρι το όριο της ανοξαιμία. Το αίμα, έσταζε τώρα από τα δάχτυλα στο βράχο. Επάνω στα παπούτσια μου και μετά στο βράχο. Γύρισα με τη πρώτη μηχανική εκπνοή μετά από ώρα που έμοιαζε χρονιά ολόκληρη. Έριξα μόνο μια ματιά και την κράτησα σαν φωτογραφία.

          Εκείνος κοιτούσε τη ζούγκλα, το ίδιο και έκανα και εγώ. Δεν αντάλλαζε κανείς από τους τρεις μας κουβέντα. Απροσδόκητη σιωπή, καθαρό συναίσθημα και στοιχειώδης μόνο νοημοσύνη. Εκείνη φορούσε ένα κόκκινο φόρεμα και τον κρατούσε αγκαλιά. Τη κοίταξα και κατάλαβα πως με κοιτούσε όλη αυτή την ώρα. Τον κρατούσε σφιχτά, όσο πιο σφιχτά μπορούσε. Εγώ και εκείνος κοιτούσαμε τη ζούγκλα και εκείνη κοιτούσε προς τα πίσω. Εμένα, με κολλημένο το κεφάλι της στο στήθος του. Κοιτούσε εμένα με το πιο απόκοσμο βλέμμα. Βλέμμα που μόνο τα ανώνυμα συναισθήματα της εφηβείας μπορούν να περιγράψουν. Βλέμμα που μ' ανάγκαζε να σκεφτώ για να εισπνεύσω και που μ' ανάγκαζε να μη σκέφτομαι.
          Έπιασε ξαφνική βροχή, μια από εκείνες τις τροπικές που έχω ακούσει πως κρατάνε για δευτερόλεπτα. Καθόμασταν και οι τρεις ακίνητοι, όμως εγώ τώρα κοιτούσα εκείνη. Εκείνη εμένα και εκείνος τη ζούγκλα. Το αίμα που ξέπλενε από τα χέρια μου η βροχή, ήταν το μόνο χρώμα που σάλευε. Στο βάθος η ζούγκλα και στο πρώτο επίπεδο εμείς με τη βροχή να κυλάει πάνω μας. Σαν πίνακας ζωγραφικής που σου κλειδώνει το σαγόνι. Λύνει τα χέρια της από το κορμό του, έρχεται προς το μέρος μου και με κοιτάζει . Η βροχή ήταν χοντρή σαν διάφανες χάντρες. Έσταζε βαριά από το πρόσωπό της. Κόλλαγε για δευτερόλεπτα στο ανασηκωμένο χείλος της και δεν την ένοιαζε. Τα μάτια της με κοιτούσαν όπως πριν. Με τη πιο θλιμμένη έκφραση που έχω δει. Πιο εκφραστικά και πιο ανέκφραστα από όσα μάτια έχω δει. Μάτια φίλων, γνωστών, συγγενών, μάτια αγνώστων και περαστικών που είχαν διασταυρωθεί με τα δικά μου όσα χρόνια ζω. Χιλιάδες ρηχά ζευγάρια μάτια. Πλησιάζει και με φιλάει. Τα χείλη της πιέζονται στα δικά μου και τώρα οι σταγόνες κυλούν ανενόχλητες στα πλάγια. Ήθελα να πιστεύω πως έκλαιγε ταυτόχρονα... Αλλά πιθανότατα κάτι τέτοιο δεν είναι αλήθεια. Απλά με φίλαγε πάνω στο βράχο με τη ζεστή βροχή να μας διασχίζει πριν χαθεί στα βράχια. Ένιωθα σαν αλεξικέραυνο που διοχέτευε κεραυνούς, νερό και αίμα στη γη. Ένιωθα καρφωμένος στη γη. Ένιωθα ρίζες από τα πόδια μου να σπάνε τους βράχους. Δεν έχω τη παραμικρή ιδέα πως ένιωθε εκείνη. Είχε τα μάτια της κλειστά και με φιλούσε. Είχα τα μάτια μου κλειστά και σκεφτόμουν το απόκοσμο βλέμμα της. Η βροχή σταμάτησε, ξεκόλλησε από επάνω μου και άνοιξε τα βλέφαρά της. Με αντίστροφες κινήσεις, σα να γυρίζει πίσω ο χρόνος, έκανε 2 βήματα πίσω και τον έσφιξε ξανά. Βόλεψε το κεφάλι της στο στήθος του ακόμη μια φορά. Εκείνος δεν αντέδρασε, συνέχισε να κοιτάζει βρεγμένος τη ζούγκλα. Το ίδιο έκανα και εγώ, εκείνη σαν και πριν, με κοιτούσε. Μια χρονιά ακόμη. Εγώ και εκείνος κοιτούσαμε τη ζούγκλα και εκείνη κοιτούσε προς τα πίσω. Γύρισα το κεφάλι μου σε εκείνη και της έδωσα το χέρι μου. Τον άφησε και την οδήγησα. Αρχίσαμε να κατεβαίνουνε βράχους και έπιασε βροχή, με ξαναφίλησε και συνεχίσαμε. Της κρατούσα το χέρι αλλά δε κατάφερα να το τραβήξω, όσο γρήγορα και να πήγαινα.

          Στο τέλος βγήκαμε σε έναν πεζόδρομο και είχε νυχτώσει. Σε ένα πεζόδρομο ανάγλυφο από τις πορτοκαλί λάμπες των δρόμων. Προχωρήσαμε αρκετά και με γρήγορο βήμα χωρίς να τη κοιτάζω. Με έπιασε ένας παρανοϊκός φόβος, της φώναξα να τρέξει και έτρεξε μπροστά μου. Της φώναξα “πιο γρήγορα”. Της έδειξα ένα στενό με έναν μαυροφορεμένο άντρα και της είπα πως θα είναι ασφαλής αν πάει εκεί. Δεν γύρισε να με κοιτάξει. Συνέχισε στο στενό και έστριψα αριστερά σε ένα δρόμο γεμάτο αμάξια, αλλά χωρίς ανθρώπους στα πεζοδρόμια. Βρέθηκα στη μεσαία λωρίδα ανάμεσα στ' αυτοκίνητα που έξυναν τα βρεγμένα μου ρούχα σαν τεράστιες καυτές σφαίρες. Έστριψε στην ασφάλεια και έστριψα στην άγνοια. Ήταν η τελευταία φορά που την είδα και με είδε.