Παρασκευή 10 Ιουλίου 2015

Οξύ.

Soundtrack κειμένου: Words - Low.


     Απόκτησα τη συνείδησή μου πριν αρκετά χρόνια σε μια κλειστή στροφή. Την απόκτησα όχι σε κάποια αίθουσα αναμονής. Όχι ανάμεσα σε βιαστικά φιλιά που λένε αντίο. Όχι ανάμεσα σε άχαρες αγκαλιές. Ούτε ανάμεσα σε ποτήρια που τσουγκρίζουν. Την απόκτησα σε ένα δρόμο ανάμεσα σε πολυκατοικίες κάτω από ξεχασμένα χρόνια εορταστικά στολίδια.

     Με κοιτούσα από πίσω και ήμουν φυσιολογικός για τις αφύσικες συνθήκες. Το δέρμα στο πρόσωπό μου έτσουζε και σχεδόν δε το ένιωθα. Απόκτησα τη συνείδησή μου όχι μέσα σε χιονοθύελλα, ούτε ανάμεσα σε χιόνι απαλό που φοβάται να ακουμπήσει δέρμα. Την απόκτησα ένα βράδυ αποφασιστικό που πάρθηκαν λάθος αποφάσεις. Και εγώ κοιτούσα ένα άδειο πάρκο με όση αποφασιστικότητα είχα.

     Τον Ξ, τον γνώρισα επάνω από ένα πιάτο, πνιγμένο στο κρέας. Τράβηξε με λερωμένο χέρι μια καρέκλα από τη πλάτη της και μου είπε να καθίσω. Κάθισα και γίναμε τέσσερις.
     Μιλούσε πολύ και γελούσε πολύ. Ταιριάξαμε στο περίπου. Ταιριάξαμε στη μέση , ακριβώς επάνω από το χάσμα. Μιλούσε λίγο και γελούσαμε πολύ. Ήταν ανυπόμονος και γεννημένος για τις παρορμήσεις. Ακούσαμε μουσική μαζί και μάθαμε να ακούμε μουσική μαζί. Χαράξαμε έναν κύκλο 100 μιλίων γύρω μας και τον εξερευνήσαμε πρόχειρα, ανοργάνωτα και αχόρταγα. Διαφωνούσαμε σε μόνιμη και καθημερινή σχεδόν βάση αλλά δε χρειάστηκε να τα βρούμε ποτέ. Χορέψαμε, ιδρώσαμε και κοιτάξαμε ο ένας τον άλλο στα μάτια. Σκαρφαλώσαμε, κουραστήκαμε είδαμε ένα κομμάτι του κύκλου μας και κοιτάξαμε ο ένας τον άλλο στα μάτια. Κοιτάξαμε το ταβάνι και τους κενούς τοίχους. Είδαμε ανατολές και ξημερώματα, πίσω από τζάμια, πίσω από θάλασσες και πίσω από σίδερα. Τρέξαμε και δακρύσαμε, αναπνεύσαμε κοφτά, βήξαμε και φτύσαμε. Τρέξαμε λίγο ακόμα και ακόμα ο ένας από τους δυο μας τρέχει. Τον Ξ τον έχασα και με έχασε, τον βρήκα ξανά και με βρήκε. Έπειτα με έχασε για να ξανανοίξει ο κύκλος.

    Έψαχνα πέτρα και βρήκα, ήμουν σίγουρος πως και εκείνος είχε μια. Έτρεξα σε στενά και μικρές στοές, Έστριψα απότομα σε τυφλές γωνίες και μπήκα σε πάρκα. Πήδηξα πάνω από σκαλοπάτια και τον βρήκα στη μέση του δρόμου. Μπροστά σε μια φωτιά που μας έκαιγε το πρόσωπο. Μπροστά σε μια υπέροχη φωτιά που έλιωνε σκουπίδια και μόλυνε τον αέρα με τη μαυρίλα της. Μια τόσο ανεπιτήδευτα συμβολική φωτιά. Κοίταξα το είδωλο της φωτιάς στην άκρη του αριστερού του ματιού, κοίταξε το είδωλο της φωτιάς στην άκρη του δεξιού μου ματιού και κοίταξε ο ένας τον άλλο στα μάτια. Είχα μια φλέβα στο λαιμό μου που χόρευε από το απόγευμα στη σκέψη και μόνο, πως η μέρα είχε έρθει. Πρώτη φορά το σκέφτηκα λίγες ώρες πριν, μόλις μύρισα το καπνό που έκοβε βόλτες, ένα μέτρο πάνω από την άσφαλτο σε όλη την πόλη. Πρώτη φορά το πίστεψα λίγες ώρες πριν και δεν είχα νιώσει έτσι ποτέ. Ο "Ξ" ήταν τοξικός σαν τον καπνό. Άνοιξα το στόμα μου να μιλήσω και άκουσα τη φωνή του .

-“ Ήρθε η μέρα έ; ” . Έτσι απλά ξεστόμισε όλα όσα δε θα κατάφερνα να του εξηγήσω ακόμα και αν είχα ώρες μπροστά μου, με μια φράση.

- “ Ήρθε, ναι. ” Και το λερωμένο του χέρι με χτύπησε στη πλάτη.


     Με μόνη λεπτομέρεια πως η ώρα δεν είχε έρθει. Οι μέρες εκείνες γέννησαν ένα μαύρο κτήνος για να προστατέψει το τίποτα. Έτρεξα και συνέχισα να γδέρνω τις σόλες μου επάνω σε χαλίκια, επάνω σε δρόμους σα γιγάντια φίδια που μου έδιναν διέξοδο και ευγνωμονώ παρόλο το κακομούτσουνο μούτρο τους. Συνέχισα να ιδρώνω μέσα σε τοίχους μου με έσφιγγαν. Μέσα σε όσα ένιωθα άνετα, όπως τα συντρίμμια είναι κομμάτι του κτιρίου που τα έφτυσε στη γη. Χόρεψα άχαρα για πανομοιότυπες απανωτές στιγμές.

      Τα πνευμόνια μου πονάνε και τα γδέρνει η ανάσα μου ακόμα. Δε τους χρωστάω καμιά συγγνώμη ειδικά μια συγγνώμη που δε απαίτησαν ποτέ. Χρόνια πριν είχα απέναντί μου 30 άτομα που θα προτιμούσαν να μην υπάρχω. Από την αρρωστημένη ευμάρεια, από την εκφυλισμένη ευρυθμία, προτιμώ το πανέμορφο χάος, μωρό μου.