Παρασκευή 10 Ιουλίου 2015

Οξύ.

Soundtrack κειμένου: Words - Low.


     Απόκτησα τη συνείδησή μου πριν αρκετά χρόνια σε μια κλειστή στροφή. Την απόκτησα όχι σε κάποια αίθουσα αναμονής. Όχι ανάμεσα σε βιαστικά φιλιά που λένε αντίο. Όχι ανάμεσα σε άχαρες αγκαλιές. Ούτε ανάμεσα σε ποτήρια που τσουγκρίζουν. Την απόκτησα σε ένα δρόμο ανάμεσα σε πολυκατοικίες κάτω από ξεχασμένα χρόνια εορταστικά στολίδια.

     Με κοιτούσα από πίσω και ήμουν φυσιολογικός για τις αφύσικες συνθήκες. Το δέρμα στο πρόσωπό μου έτσουζε και σχεδόν δε το ένιωθα. Απόκτησα τη συνείδησή μου όχι μέσα σε χιονοθύελλα, ούτε ανάμεσα σε χιόνι απαλό που φοβάται να ακουμπήσει δέρμα. Την απόκτησα ένα βράδυ αποφασιστικό που πάρθηκαν λάθος αποφάσεις. Και εγώ κοιτούσα ένα άδειο πάρκο με όση αποφασιστικότητα είχα.

     Τον Ξ, τον γνώρισα επάνω από ένα πιάτο, πνιγμένο στο κρέας. Τράβηξε με λερωμένο χέρι μια καρέκλα από τη πλάτη της και μου είπε να καθίσω. Κάθισα και γίναμε τέσσερις.
     Μιλούσε πολύ και γελούσε πολύ. Ταιριάξαμε στο περίπου. Ταιριάξαμε στη μέση , ακριβώς επάνω από το χάσμα. Μιλούσε λίγο και γελούσαμε πολύ. Ήταν ανυπόμονος και γεννημένος για τις παρορμήσεις. Ακούσαμε μουσική μαζί και μάθαμε να ακούμε μουσική μαζί. Χαράξαμε έναν κύκλο 100 μιλίων γύρω μας και τον εξερευνήσαμε πρόχειρα, ανοργάνωτα και αχόρταγα. Διαφωνούσαμε σε μόνιμη και καθημερινή σχεδόν βάση αλλά δε χρειάστηκε να τα βρούμε ποτέ. Χορέψαμε, ιδρώσαμε και κοιτάξαμε ο ένας τον άλλο στα μάτια. Σκαρφαλώσαμε, κουραστήκαμε είδαμε ένα κομμάτι του κύκλου μας και κοιτάξαμε ο ένας τον άλλο στα μάτια. Κοιτάξαμε το ταβάνι και τους κενούς τοίχους. Είδαμε ανατολές και ξημερώματα, πίσω από τζάμια, πίσω από θάλασσες και πίσω από σίδερα. Τρέξαμε και δακρύσαμε, αναπνεύσαμε κοφτά, βήξαμε και φτύσαμε. Τρέξαμε λίγο ακόμα και ακόμα ο ένας από τους δυο μας τρέχει. Τον Ξ τον έχασα και με έχασε, τον βρήκα ξανά και με βρήκε. Έπειτα με έχασε για να ξανανοίξει ο κύκλος.

    Έψαχνα πέτρα και βρήκα, ήμουν σίγουρος πως και εκείνος είχε μια. Έτρεξα σε στενά και μικρές στοές, Έστριψα απότομα σε τυφλές γωνίες και μπήκα σε πάρκα. Πήδηξα πάνω από σκαλοπάτια και τον βρήκα στη μέση του δρόμου. Μπροστά σε μια φωτιά που μας έκαιγε το πρόσωπο. Μπροστά σε μια υπέροχη φωτιά που έλιωνε σκουπίδια και μόλυνε τον αέρα με τη μαυρίλα της. Μια τόσο ανεπιτήδευτα συμβολική φωτιά. Κοίταξα το είδωλο της φωτιάς στην άκρη του αριστερού του ματιού, κοίταξε το είδωλο της φωτιάς στην άκρη του δεξιού μου ματιού και κοίταξε ο ένας τον άλλο στα μάτια. Είχα μια φλέβα στο λαιμό μου που χόρευε από το απόγευμα στη σκέψη και μόνο, πως η μέρα είχε έρθει. Πρώτη φορά το σκέφτηκα λίγες ώρες πριν, μόλις μύρισα το καπνό που έκοβε βόλτες, ένα μέτρο πάνω από την άσφαλτο σε όλη την πόλη. Πρώτη φορά το πίστεψα λίγες ώρες πριν και δεν είχα νιώσει έτσι ποτέ. Ο "Ξ" ήταν τοξικός σαν τον καπνό. Άνοιξα το στόμα μου να μιλήσω και άκουσα τη φωνή του .

-“ Ήρθε η μέρα έ; ” . Έτσι απλά ξεστόμισε όλα όσα δε θα κατάφερνα να του εξηγήσω ακόμα και αν είχα ώρες μπροστά μου, με μια φράση.

- “ Ήρθε, ναι. ” Και το λερωμένο του χέρι με χτύπησε στη πλάτη.


     Με μόνη λεπτομέρεια πως η ώρα δεν είχε έρθει. Οι μέρες εκείνες γέννησαν ένα μαύρο κτήνος για να προστατέψει το τίποτα. Έτρεξα και συνέχισα να γδέρνω τις σόλες μου επάνω σε χαλίκια, επάνω σε δρόμους σα γιγάντια φίδια που μου έδιναν διέξοδο και ευγνωμονώ παρόλο το κακομούτσουνο μούτρο τους. Συνέχισα να ιδρώνω μέσα σε τοίχους μου με έσφιγγαν. Μέσα σε όσα ένιωθα άνετα, όπως τα συντρίμμια είναι κομμάτι του κτιρίου που τα έφτυσε στη γη. Χόρεψα άχαρα για πανομοιότυπες απανωτές στιγμές.

      Τα πνευμόνια μου πονάνε και τα γδέρνει η ανάσα μου ακόμα. Δε τους χρωστάω καμιά συγγνώμη ειδικά μια συγγνώμη που δε απαίτησαν ποτέ. Χρόνια πριν είχα απέναντί μου 30 άτομα που θα προτιμούσαν να μην υπάρχω. Από την αρρωστημένη ευμάρεια, από την εκφυλισμένη ευρυθμία, προτιμώ το πανέμορφο χάος, μωρό μου.






Τρίτη 24 Δεκεμβρίου 2013

Περίστροφο



soundtrack κειμένου: Bloodsport - Sneaker Pimps



      Τα βράδια. Τις νύχτες που νιώθω κενές και τα βράδια που νιώθω κενός. Έχω αναπτύξει ένα ιδιότυπο χόμπι. Ανοίγω τη ντουλάπα και βγάζω το χειρότερο τζίν και το πιο φθαρμένο λευκό μπλουζάκι. Τα φοράω βιαστικά και βγαίνω στο μπαλκόνι για να δω αν κρυώνω ή όχι φορώντας τα. Και οι δύο πιθανές περιπτώσεις, οδηγούν στην ίδια κατάληξη. Ανοίγω τη πόρτα του σπιτιού μου και βγαίνω στο δρόμο. Περπατώ στη μέση της ασφάλτου σε στενούς μονόδρομους και παριστάνω πως είμαι υπερήρωας. Η καρδιά μου χτυπά δυνατά σαν παιδιού την ώρα που φαντάζεται πως κατατροπώνει ληστές ή πως αντιμετωπίζει τον τραμπούκο του σχολείου επειδή έφτυσε το κορίτσι που του αρέσει τα τελευταία 3 χρόνια.

       Χθες έκανα το ίδιο. Βγήκα από τη πόρτα και την άφησα ξεκλείδωτη. Κατέβηκα στο δρόμο και έβαλα τα χέρια στις τσέπες γιατί κρύωνα. Οι διαδρομή δεν ήταν άσκοπη. 20 λεπτά παγωμένου αέρα στα πνευμόνια για να φτάσω από τη κλειστή πόρτα μου, στο κέντρο της πόλης. Μπροστά σε ακόμα μια κλειστή πόρτα,  ενός κτιρίου εγκαταλελειμμένου για άγνωστο λόγο. Μια τυπική πολυκατοικία χτισμένη στα μέσα του 70' με πέντε ορόφους και δέκα τουλάχιστον, άδεια διαμερίσματα. Έχω ήδη σφηνώσει από παλιότερα ένα κομμάτι σύρμα που με δύο κινήσεις σπρώχνει τη γλώσσα της κλειδαριάς και η πόρτα ανοίγει διάπλατα. Βάζω το σύρμα στη τσέπη μου και ανεβαίνω πηδώντας τα σκαλοπάτια.
     Οι όροφοι μοιάζουν πανομοιότυποι κι έτσι μετράω σε μισά. Σε κάθε πλατύσκαλο ψιθυρίζω. Μισό-πρώτος- ενάμισι-δεύτερος... Πέμπτος – πεντέμισι. Στο έξι πέφτω με τον ώμο και ανοίγω τη σιδερένια πόρτα της ταράτσας. 

      Κρυώνω απότομα και σηκώνονται οι τρίχες των χεριών μου. Πλησιάζω στην άκρη και κοιτάζω κάτω. Είμαι πάνω από τη κεντρική πλατεία της πόλης. Βλέπω τον κόσμο να περπατάει, βλέπω ανθρώπους που για αυτούς το βράδυ δεν είναι κενό. Βλέπω σιλουέτες σε παράθυρα  τριγύρω  να κάνουν ακριβώς ότι κάνω και εγώ, με μόνη διαφορά τη ζεστασιά του σπιτιού τους. Εγώ δεν έχω αυτό το προνόμιο. Το δικό μου παράθυρο κοιτάζει ένα άδειο μπαλκόνι και μια γεμάτη πυλωτή. Έτσι τις τελευταίες μέρες έρχομαι εδώ  κλείνομαι σαν άγριο ζώο σε αόρατους τοίχους, σαν τα σκυλιά που συναντάς στις ταράτσες της πόλης. Κοιτάζω το κόσμο κάτω μου, κάνω το χέρι μου περίστροφο και σημαδεύω φιγούρες. Ποτέ δεν τραβάω σκανδάλη. Σημαδεύω πάντα.

       Εχθές πέρασε μια κοπέλα βιαστική. Όλος ο κόσμος βάδιζε κάθετα και οριζόντια στη πλατεία, τη φανταζόμουν σαν πίνακα με στήλες και γραμμές τη πλατεία. Εκείνη όμως πέρασε ρευστή. Διαγώνια. Έσπασε το νόμο των κελιών που είχα θεσπίσει. Σημάδευα έναν τύπο που έσερνε ένα πίτμπουλ και έπειτα την είδα με την άκρη του ματιού μου. Κατέβασα το περίστροφο και του τη χάρισα, την ακολούθησα πηγαίνοντας περιμετρικά στο χείλος της ταράτσας με γρήγορα βήματα μέχρι που την έχασα και άρχισα να πηγαίνω πάνω κάτω ακόμα μια φορά σαν άγριο ζώο. 
      Πρώτη φορά τα έχασα και βγήκα από τον ρόλο μου. Ήθελα να τρέξω και να την ακολουθήσω αλλά δεν είχα τη παραμικρή ιδέα τι να της πω. Εάν άρχιζα να της μιλάω για γραμμές και στήλες θα με πέρναγε για τρελό, αν της μιλούσα για υπερήρωες θα έμοιαζα ψυχασθενής, σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση θα της έλεγα ψέμματα και το αποφεύγω. Δεν είχα καμία όρεξη να σημαδέψω κανέναν άλλο για απόψε. Τη γλιτώνουν όλοι και συνεχίζουν να περπατάνε στο νοητό πλέγμα τους. Δεν είχα κουράγιο να φύγω. Δεν είχα διάθεση καλύτερα. Έκοβα βόλτες σαν ιαγουάρος πίσω από κάγκελα μέχρι που πόνεσαν οι μύες των ποδιών μου. Κάθισα στην άκρη, αγκάλιασα τα γόνατά μου και ακούμπησα το κεφάλι μου επάνω τους. Μια ώρα – μιάμιση, δύο – δυόμισι, τρεις ώρες – τριάμισι... 
      Το αριστερό μου μάτι πιάνει μια κίνηση. Η πλατεία είχε μείνει εδώ και ώρα άδεια. Τινάζομαι όρθιος και ανατριχιάζω για δεύτερη φορά. Είναι ξανά εκείνη και διασχίζει διαγώνια και πάλι, όλα όσα βλέπω. Έχω χάσει την ελπίδα μου ώρες τώρα και δεν βγαίνει φωνή. Στη μέση του πλακόστρωτου, κοκαλώνει και μοιάζει να ξέχασε κάτι. Κοιτά τις πολυκατοικίες γύρω της και βλέπει τις σιλουέτες πίσω από τις τζαμαρίες.
        Ο λαιμός της, με αποφασιστικότητα, γυρνά το κεφάλι της προς το μέρος μου. Με κοιτάζει στα μάτια απορημένη και χάνομαι. Είμαι έξι πατώματα πάνω της και πολλά μέτρα μακριά. Πώς είναι δυνατόν να με διαισθάνθηκε. Σφίγγει το χέρι της σε γροθιά  και έπειτα ανοίγει τα τρία πρώτα της δάχτυλα. Παριστάνει πως κρατάει περίστροφο και με σημαδεύει αργά. Κάνω το ίδιο. Καθόμαστε μερικά δευτερόλεπτα έτσι και κατεβάζω το χέρι μου. Ποτέ δεν τραβάω σκανδάλη. Εκείνη κλείνει το ένα της μάτι, γέρνει τον αντίχειρα της προς τα πίσω, παίρνει βαθιά ανάσα και παριστάνει πως ρίχνει. Ξανακάνει το χέρι της γροθιά και το βάζει στα πόδια. Αυτή τη φορά ακολούθησε μια στήλη.  Έμεινα εκεί, με τη μπλούζα και το τζιν μου, βαμμένα κόκκινα. Δεν κρύωνα όμως.

(Το κείμενο έχει δημοσιευτεί στo free-press Limbo) 

Τετάρτη 19 Ιουνίου 2013

Μπανγκόκ

soundtrack κειμένουThe Smashing Pumpkins - Never Let Me Down Again 


        Έκανα το πρώτο βήμα στην άμμο. Βούλιαζαν τα πόδια μου μερικούς πόντους και η γη ζεματούσε. Κρατούσα κάμερα και θα γύριζα βίντεο. Η παραλία ήταν άδεια, με εξαίρεση δύο μόνο παιδιά ξαπλωμένα με το στήθος προς τον ήλιο. Μια κοπέλα και ένα αγόρι. Το αγόρι το ήξερα και με ήξερε αλλά το πρόσωπό του δεν μου θύμιζε τίποτα. Σηκώθηκε από την άμμο και έκανε νόημα και στο κορίτσι να σηκωθεί μαζί του. Με πλησιάζει και στέκεται μπροστά μου. Φοράει τα γυαλιά ηλίου του και μου λέει.
-Ενοχλείς.”
Το πήρα στη πλάκα.
-Να φύγω τότε.” του απαντώ.
Ξεκινάει να περπατά και μου λέει: “-Θα φύγω εγώ, δεν πειράζει”.
Με μερικά βήματα διαφορά περνάει και το κορίτσι από μπροστά μου.
Σταματάει και γυρνά να με κοιτάξει. “-Να σου δείξω μια φωτογραφία;” μου λέει.
-Δείξε μου.”

        Εκείνη την είχα ξαναδεί πριν από πολλά χρόνια, όπως και αυτή εμένα.
Παριστάναμε πως δεν γνωριζόμαστε, από αμηχανία ίσως.
        Μου δείχνει μια φωτογραφία. Είναι το πάτωμα ενός ξενοδοχείου. Στα λευκά πλακάκια, κάθεται μια μικρή μαϊμού και λίγο πιο πίσω υπάρχει μια τζαμαρία, που αντικαθιστά έναν τοίχο. Το δωμάτιο είναι ισόγειο και πίσω από το τζάμι, έχει ένα τοίχο στα δεξιά και πυκνή βλάστηση στα αριστερά. Δεν φαίνεται ουρανός. Τα πάντα είναι μουντά και στον εξωτερικό χώρο δεν μπορείς να καταλάβεις αν βρέχει ή αν απλά έχει αρχίσει να πέφτει η μέρα. Στο χώμα μπροστά στο τζάμι κάθονται μερικές μαϊμούδες ακόμη.

-Το ένα σε απασχολούσε ενώ τα υπόλοιπα έψαχναν για φαΐ στο δωμάτιό σου.” Είπε.
-Είσαι η αδερφή του...του...;”
-Ναι.”
-Που είναι τραβηγμένη;”
-Στη Μπανγκόκ σε ένα δωμάτιο.” μου λέει.

          Το επόμενο δευτερόλεπτο, ήμουν επάνω σε ένα κομμάτι βράχου μέσα σε ένα επικλινές τροπικό δάσος. Απέραντο αλλά δεν το χάζευα. Κοίταξα μόνο ψηλά. Είχα ένα ακόμα βράχο από πάνω μου και ένα από κάτω. Σκαρφάλωσα στον πρώτο και συνέχισα να βρίσκω διαδρομές. Πότε πάνω πότε κάτω. Σκαρφάλωνα σε βράχια, δίχως αύριο. Γαντζωνόμουν από πέτρες και τραβούσα με τεράστια ευκολία το σώμα μου. Τόση, που ήταν υπερφυσική για τον καθένα. Τα χέρια μου μάτωναν αλλά δεν ένιωθα τίποτα. Είχα κανονικά την αφή μου αλλά δεν καταλάβαινα πόνο. Μόνο το αίμα που κύλαγε στους πήχες μου και κατέληγε στο εσωτερικό των αγκώνων μου. Λίγη ώρα μετά, τους είδα...
          Ήταν όρθιοι επάνω σε ένα πλάτωμα. Εκείνη και κάποιος άλλος. Η ζούγκλα έμοιαζε ατελείωτη στο μάτι και εκτεινόταν κάτω από τα πόδια μου. Υπήρχε πυκνή ομίχλη ανάμεσά στα δέντρα. Αυτή τη φορά τη κοίταζα και το δέος, μου έκοψε τα πόδια. Τόσο που έπρεπε να σκεφτώ κάθε φορά που ήθελα να εκπνέυσω. Δέος- εισπνοή και δέος ξανά, μέχρι το όριο της ανοξαιμία. Το αίμα, έσταζε τώρα από τα δάχτυλα στο βράχο. Επάνω στα παπούτσια μου και μετά στο βράχο. Γύρισα με τη πρώτη μηχανική εκπνοή μετά από ώρα που έμοιαζε χρονιά ολόκληρη. Έριξα μόνο μια ματιά και την κράτησα σαν φωτογραφία.

          Εκείνος κοιτούσε τη ζούγκλα, το ίδιο και έκανα και εγώ. Δεν αντάλλαζε κανείς από τους τρεις μας κουβέντα. Απροσδόκητη σιωπή, καθαρό συναίσθημα και στοιχειώδης μόνο νοημοσύνη. Εκείνη φορούσε ένα κόκκινο φόρεμα και τον κρατούσε αγκαλιά. Τη κοίταξα και κατάλαβα πως με κοιτούσε όλη αυτή την ώρα. Τον κρατούσε σφιχτά, όσο πιο σφιχτά μπορούσε. Εγώ και εκείνος κοιτούσαμε τη ζούγκλα και εκείνη κοιτούσε προς τα πίσω. Εμένα, με κολλημένο το κεφάλι της στο στήθος του. Κοιτούσε εμένα με το πιο απόκοσμο βλέμμα. Βλέμμα που μόνο τα ανώνυμα συναισθήματα της εφηβείας μπορούν να περιγράψουν. Βλέμμα που μ' ανάγκαζε να σκεφτώ για να εισπνεύσω και που μ' ανάγκαζε να μη σκέφτομαι.
          Έπιασε ξαφνική βροχή, μια από εκείνες τις τροπικές που έχω ακούσει πως κρατάνε για δευτερόλεπτα. Καθόμασταν και οι τρεις ακίνητοι, όμως εγώ τώρα κοιτούσα εκείνη. Εκείνη εμένα και εκείνος τη ζούγκλα. Το αίμα που ξέπλενε από τα χέρια μου η βροχή, ήταν το μόνο χρώμα που σάλευε. Στο βάθος η ζούγκλα και στο πρώτο επίπεδο εμείς με τη βροχή να κυλάει πάνω μας. Σαν πίνακας ζωγραφικής που σου κλειδώνει το σαγόνι. Λύνει τα χέρια της από το κορμό του, έρχεται προς το μέρος μου και με κοιτάζει . Η βροχή ήταν χοντρή σαν διάφανες χάντρες. Έσταζε βαριά από το πρόσωπό της. Κόλλαγε για δευτερόλεπτα στο ανασηκωμένο χείλος της και δεν την ένοιαζε. Τα μάτια της με κοιτούσαν όπως πριν. Με τη πιο θλιμμένη έκφραση που έχω δει. Πιο εκφραστικά και πιο ανέκφραστα από όσα μάτια έχω δει. Μάτια φίλων, γνωστών, συγγενών, μάτια αγνώστων και περαστικών που είχαν διασταυρωθεί με τα δικά μου όσα χρόνια ζω. Χιλιάδες ρηχά ζευγάρια μάτια. Πλησιάζει και με φιλάει. Τα χείλη της πιέζονται στα δικά μου και τώρα οι σταγόνες κυλούν ανενόχλητες στα πλάγια. Ήθελα να πιστεύω πως έκλαιγε ταυτόχρονα... Αλλά πιθανότατα κάτι τέτοιο δεν είναι αλήθεια. Απλά με φίλαγε πάνω στο βράχο με τη ζεστή βροχή να μας διασχίζει πριν χαθεί στα βράχια. Ένιωθα σαν αλεξικέραυνο που διοχέτευε κεραυνούς, νερό και αίμα στη γη. Ένιωθα καρφωμένος στη γη. Ένιωθα ρίζες από τα πόδια μου να σπάνε τους βράχους. Δεν έχω τη παραμικρή ιδέα πως ένιωθε εκείνη. Είχε τα μάτια της κλειστά και με φιλούσε. Είχα τα μάτια μου κλειστά και σκεφτόμουν το απόκοσμο βλέμμα της. Η βροχή σταμάτησε, ξεκόλλησε από επάνω μου και άνοιξε τα βλέφαρά της. Με αντίστροφες κινήσεις, σα να γυρίζει πίσω ο χρόνος, έκανε 2 βήματα πίσω και τον έσφιξε ξανά. Βόλεψε το κεφάλι της στο στήθος του ακόμη μια φορά. Εκείνος δεν αντέδρασε, συνέχισε να κοιτάζει βρεγμένος τη ζούγκλα. Το ίδιο έκανα και εγώ, εκείνη σαν και πριν, με κοιτούσε. Μια χρονιά ακόμη. Εγώ και εκείνος κοιτούσαμε τη ζούγκλα και εκείνη κοιτούσε προς τα πίσω. Γύρισα το κεφάλι μου σε εκείνη και της έδωσα το χέρι μου. Τον άφησε και την οδήγησα. Αρχίσαμε να κατεβαίνουνε βράχους και έπιασε βροχή, με ξαναφίλησε και συνεχίσαμε. Της κρατούσα το χέρι αλλά δε κατάφερα να το τραβήξω, όσο γρήγορα και να πήγαινα.

          Στο τέλος βγήκαμε σε έναν πεζόδρομο και είχε νυχτώσει. Σε ένα πεζόδρομο ανάγλυφο από τις πορτοκαλί λάμπες των δρόμων. Προχωρήσαμε αρκετά και με γρήγορο βήμα χωρίς να τη κοιτάζω. Με έπιασε ένας παρανοϊκός φόβος, της φώναξα να τρέξει και έτρεξε μπροστά μου. Της φώναξα “πιο γρήγορα”. Της έδειξα ένα στενό με έναν μαυροφορεμένο άντρα και της είπα πως θα είναι ασφαλής αν πάει εκεί. Δεν γύρισε να με κοιτάξει. Συνέχισε στο στενό και έστριψα αριστερά σε ένα δρόμο γεμάτο αμάξια, αλλά χωρίς ανθρώπους στα πεζοδρόμια. Βρέθηκα στη μεσαία λωρίδα ανάμεσα στ' αυτοκίνητα που έξυναν τα βρεγμένα μου ρούχα σαν τεράστιες καυτές σφαίρες. Έστριψε στην ασφάλεια και έστριψα στην άγνοια. Ήταν η τελευταία φορά που την είδα και με είδε.



Δευτέρα 28 Μαΐου 2012

Αισθήσεις


       Σήμερα νιώθω τυχερός. Σήμερα κατάλαβα πως έχω τις πέντε ίσως και έξι μου αισθήσεις σχεδόν άθικτες. Σύμφωνα με υπολογισμούς ανήκω στο τρία τοις εκατό του σήμερα. Πριν έξι μήνες έγινε μία τρομακτική ανακάλυψη την οποία ακολούθησε ένας εξίσου φοβερός νέος νόμος. Κάπου στη Κίνα σε ένα υπόγειο, φαντάζομαι, εργοστάσιο – ερευνητικό κέντρο ένας χημικός έτρεξε στους ανωτέρους του με πέντε χάπια. Κάθε ένα από αυτά νέκρωνε, ίσως και για πάντα, μια από τις αισθήσεις μας. Η ουσία δεν παράχθηκε ποτέ σε ενέσιμη μορφή ούτε σε αέρια. Άλλωστε ο σκοπός της δημιουργίας της στηριζόταν στην αυτόβουλη κατάποση του. Έτσι φτάνουμε όχι τόσο αισίως και στο νόμο. Σε ένα κόσμο που τα χρήματα σταματούσαν σιγά - σιγά να ικανοποιούν την ανάγκη για σαδισμό ορισμένων το χάπι αυτό ήρθε να πληρώσει με τον πιο σαδιστικό τρόπο, την ανάγκη αυτή. Τους τελευταίους μήνες όποιος δεν έχει να πληρώσει τους δυσβάσταχτους φόρους η ακόμα χειρότερα, όποιος προτιμά να μην πληρώσει, καλείται να πάρει με την ίδια του τη θέληση ένα από αυτά τα χάπια. Δεν είναι τίποτα άλλο από ένα χυδαίο πείραμα. Ένα χυδαίο πείραμα με 97% επιτυχία. Οι γονείς μου, μιλάνε στη νοηματική πλέον. Οι φίλοι μου είναι είτε τυφλοί είτε δεν έχουν όσφρηση ή γεύση. Εγώ πάλι τις έχω όλες... Επειδή όμως δεν έχω λεφτά για πετρέλαιο ή aircondition, έχει ήδη έρθει σπίτι μου το φακελάκι με το χάπι. Το δικό μου νεκρώνει την αφή. Ίσως και να μη ζεσταίνομαι αλλά ούτε και να νιώθω το κρύο εάν το πάρω. Μπορεί και να είναι για καλό τελικά.

      Κυκλοφορώ στη πόλη με το χάπι στη χούφτα μου. Σε μια γωνία σκοντάφτω σε ένα λευκό μπαστούνι.

“-Συγγνώμη”.
“-Δεν πειράζει... Έχεις μήπως κανένα χάπι; Όχι για όραση προφανώς. Ούτε για γεύση.”
“-Έχω... Έχω ένα για την αφή. Το θες στ' αλήθ...”

Πριν προλάβω να πω και να ρωτήσω όσα ήθελα η χούφτα μου άδειασε και ξαναγέμισε στιγμιαία. Αυτή τη φορά με χαρτονομίσματα.

“- Δεν ξέρω πόσα είναι αλλά είναι αρκετά για να πληρώσεις όσα χρωστάς. Ευχαριστώ και ο θεός να σ' έχει καλά.”
“-Γιατί το κάνεις αυτό;”
“- Δεν έχω τη δύναμη να “πάρω” την ίδια μου τη ζωή. Είναι καλύτερα να μη νιώθω τότε...”.

Πρόλαβα να φτάσω μέχρι το επόμενο στενό, πριν με ξανασταματήσουν. Είδα μια ανοιχτή παλάμη με πέντε χάπια και δύο κόκκινα κουρασμένα μάτια.

“- Τ' ανταλλάζω και τα πέντε με όσα χρήματα κρατάς στο χέρι σου. Σε παρακαλώ...”

Τετάρτη 5 Οκτωβρίου 2011

Σαγήνη

Στο φάσμα των χρωμάτων που δεν αποκωδικοποιούν τα μάτια του ανθρώπου, εκεί τη βρίσκω. Διχασμένη ταλαιπωρημένη και πολυπόθητη. Κρυφτό σαν νήπιο με τους σωσίες της. Στα βραδινά φθορίζοντα στενά. Στα μέρη που φαντάζομαι και φοβάμαι πως δεν θα προλάβω ν' αντικρίσω. Σε ανθρώπους που επινόησα και φοβάμαι πως δεν θα προλάβω να γνωρίσω. Σε χώρες που έζησα και φοβάμαι πως δεν θα ξαναζήσω. Και χάνω τη φωνή μου γιατί δε βρίσκω σαγήνη στον καθρέφτη. Και χάνω τη ζωή μου γιατί δε βρίσκω σαγήνη στον καθρέφτη. Μαζί με εμένα τη χάνεις και εσύ που με ζεις. Μα δεν θλίβομαι και δεν νιώθω ντροπή για αυτό. Διότι ο σωσίας της μου αρκεί. Διότι με παίρνει από το χέρι και με μαθαίνει να ζω και όχι μοναχά να επιβιώνω. Και έχει τους λόγους του που προτιμά τη λογική, άνθρωπε. Έχει τους λόγους του που σαγηνεύεται από τη λογική ο σωσίας. Και αλίμονο ,άνθρωπε, μένει μόνο να σε σαγηνεύσεις. Η σαγήνη για εσένα δεν θα είναι απλά μια λέξη. Και μετά θα είσαι ελεύθερος. Θα σ' επινοήσεις πάλι από την αρχή.

Σάββατο 2 Ιουλίου 2011

Αγάπησέ με;

Σ'΄αυτή τη πόλη, που μισώ και λατρεύω. Που έχει ξεβραστεί το απαύγασμα της λέρας με ένα όμως χρυσοκέντητο περιτύλιγμα, δίχως την έννοια του “γνώθις εαυτόν” . Υπόκρουση παραμορφωμένης μεξικάνικης κιθάρας με τέμπο που θυμίζει μπουζούκι και στο βάθος εσύ. Σαν φιγούρα που όταν ήμουν παιδί, μόνο εγώ έβλεπα στα σύννεφα. Τώρα σε βλέπω στης νεφέλες του μισόλιτρου μπροστά μου. Στο βάθος, στην άκρη της μπάρας παριστάνεις πως περνάς καλά. Αλλά σε ξέρω καλύτερα, δεν ήσουν ποτέ καλή στο θέατρο. Και μόλις χθες το ξημέρωμα μου είπες εν μέσω λυγμών:

-Θυμάσαι όταν ήμασταν παιδιά;

-Μα δεν σε γνώριζα τότε. Σε ξέρω κάτι λιγότερο από μήνα... Ή μήπως όχι;

-Νιώθω πως σε ξέρω από πάντα. Τι το κακό έχει το να πλάσουμε μια ιστορία;

-Με τρομάζεις...


Και με φόβισες στ' αλήθεια. Και έφυγες ή έφυγα εγώ, δεν πολύ - θυμάμαι και δεν ξέρω το γιατί. Είχα σίγουρα τη διαύγεια που χρειαζόμουν, όμως δεν έχει σημασία. Σημασία έχει πως τελείωσα το τσιγάρο μόνος και έπειτα διακτινίστηκα. Αλήθεια το έκανα και δεν έχω τη παραμικρή πραγματικά ιδέα για το πώς συνέβη. Βρέθηκα στα μέρη που πήγαμε μαζί και μας παρακολούθησα να φιλιόμαστε για ώρες και τίναζες το πόδι σου προς τα πίσω σαν να ζούσες παραμύθι. Έπειτα το έκανα ξανά και πάλι δεν κατάλαβα πώς. Τώρα βρέθηκα σε μέρη φανταστικά όμως. Βρέθηκα στις πόλεις που είχα δεί για τις οποίες σου μιλούσα ακατάπαυστα και τις είδα με τα μάτια σου ή καλύτερα διατυπωμένο, με το μυαλό σου. Ήταν σίγουρα τρεις ή τέσσερις φορές καλύτερες απ' όσο τις θυμόμουν εγώ και πέντε ή έξι φορές καλύτερες από ότι πραγματικά είναι. Ώρες και πάλι χάζευα τα κτίρια και τους ανθρώπους να περνάνε δίπλα μου.
Φοβόμουν μήπως είναι όνειρο και ξυπνήσω με κόκκινα από το κλάμα μάτια. Δεν έγινε έτσι όμως, για τρίτη και τελευταία μάλλον φορά στη ζωή μου διακτινίστηκα πίσω από τη σβησμένη γόπα στα πόδια μου.
Παίρνω τα μάτια μου από τη ζεστή πια μπύρα και τα ρίχνω επάνω σου. Μου έχεις τη πλάτη γυρισμένη μα δεν με πειράζει. Με μία και μοναδική ανάσα τινάζω το σκαμπό και διανύω τα πέντε μέτρα που μας χωρίζουν. Χτυπάω με το δείκτη μου απαλά τη πλάτη σου και γυρίζεις, όμορφη όπως πάντα.

-Αγάπησέ με;

-Θυμάσαι όταν ήμασταν παιδιά;

-Πως μπορώ να το ξεχάσω;


Τρίτη 10 Μαΐου 2011

Το παράθυρο.

Η ιστορία μου πάει κάπως έτσι: Υπάρχει λέει ένα μαγαζάκι, υπόγειο κάπου στο Ηράκλειο. Δεν διαφημίστηκε ποτέ, έτσι δεν το ξέρουν παρά μόνο ελάχιστοι. Όσοι το γνωρίζουν το έμαθαν μόνο από φήμες αλλά ακόμη και αυτοί, δεν ξέρουν όλοι, πού ακριβώς βρίσκεται. Είναι παλιό και δεν έχει ταμπέλα, δεν έχει καν υπάλληλο και ο ιδιοκτήτης είναι εδώ και αρκετές γενιές χαμένος. Είναι πάντα ανοιχτό και μόνο η άγνοιά μας για αυτό, το προστατεύει από τις λεηλασίες. Ακούω πως είναι γεμάτο με αντικείμενα, κάτι σαν τάματα που αφήνει κάποιος όταν μπαίνει. Από κορδόνια παπουτσιών, άδεια κουτάκια μπύρας, μέχρι σκουριασμένους πια φοίνικες και δραχμές. Κάποτε ήταν άδειο, είχε μόνο ένα παράθυρο στον υπόγειο τοίχο με θέα μια απόκοσμη ομίχλη. Ο μύθος έλεγε πως εάν είχες αρκετά όνειρα στη ζωή σου και ήθελες πραγματικά να μάθεις αν θα τα πραγματοποιήσεις, δεν είχες παρά μόνο να κοιτάξεις μέσα από το τζάμι. Η ομίχλη θα χανόταν και μια τρύπα στο χωροχρόνο θα σου έδειχνε τη ζωή σου σε είκοσι χρόνια. Την άκουγα από μικρός την ιστορία. Ποτέ δεν το έψαξα, όμως πάντοτε το είχα σε μία άκρη του μυαλού μου...

Ένα μεθυσμένο βράδυ όμως περνώντας από ένα στενό που θα κρατήσω κρυφό, για ευνόητους λόγους, βουτάει το πόδι μου στο πρώτο από τα πολλά σκαλοπάτια, που οδηγούσαν στο πυρήνα του χωρίς-αμφιβολία, “μυστικού” μαγαζιού. Όπως ήταν φυσικό, τα υπόλοιπα σκαλιά τα κατρακύλησα πόδια-κεφάλι-πλάτη σα βαρελάκι μέχρι το πάτο. Η όχι τόσο ομαλή μου προσγείωση έκοψε απότομα τις επιδράσεις του αλκοόλ στο μυαλό μου. Σηκώθηκα και τίναξα τη σκόνη από επάνω μου. Τότε πρόσεξα, τρία ακόμα άτομα να με κοιτάνε υποτιμητικά από το βάθος του μαγαζιού. Ήταν μία γυναίκα και δύο άντρες.

-”Για το παράθυρο;”. Μου φώναξε η γυναίκα...

-“Εεεε.. Ναι!”.

-“Εδώ είναι η σειρά νεαρέ. Μη βιαστείς είμαστε άλλοι 3 πριν από εσένα...”.

Πλησίασα βιαστικά. Και κοίταξα το θέαμα που έδειχνε το παράθυρο στον άντρα που το κοιτούσε. Ήταν αυτός και η γυναίκα του και έκλαιγαν πάνω από το τραπέζι μιας σκοτεινής κουζίνας κρατώντας ένα ειδοποιητήριο της τράπεζας.

-”Έχει όνειρο να ανοίξει το πιο όμορφο cafe bistro του κόσμου.” Μου ψιθύρισε η γυναίκα...

-Μάλιστα... Εσείς και ο επόμενος τι όνειρο έχετε;

-“Ο άλλος κύριος μπροστά μου, ονειρεύεται πως θα αποκτήσει τη μεγαλύτερη συλλογή κλασσικών αυτοκινήτων του κόσμου. Όσο για εμένα, θέλω να ταξιδέψω σε όλο το κόσμο. Για πες μου εσύ νεαρέ...;”

-Εμένα τα όνειρά μου αφορούν πολύ περισσότερο κόσμο. Δεν είναι βλέπετε τόσο εγωκεντρικά.
“Μμμμ....”. Μούγκρισε ξιπασμένα και μου γύρισε τη πλάτη.

Ο πρώτος έφυγε θυμωμένος. Στον δεύτερο, το παράθυρο έδειξε ένα τεράστιο φλεγόμενο γκαράζ έτσι έφυγε και αυτός απογοητευμένος. Ήρθε και η σειρά της γυναίκας. Η αλήθεια ήταν πως πραγματικά ευχόμουν να δει αυτό που ήθελε. Όμως όχι... Το παράθυρο για ακόμη μια φορά, δεν χαρίστηκε. Είδε τον εαυτό της να σφουγγαρίζει για ένα πενιχρό μισθό τα μάρμαρα ενός αεροδρομίου, καταδικασμένη να βλέπει για πάντα ταξιδιώτες και αεροπλάνα να σηκώνονται. Βουρκωμένη και χωρίς να πει κουβέντα ανέβηκε τα σκαλιά που οδηγούσαν στο δρόμο. Ήταν πια η σειρά μου. Θα έβλεπα την ουτοπία μου; Με σφιγμένες γροθιές και τρομοκρατημένο βλέμμα, παρακολούθησα τον ατημέλητο εαυτό μου, επάνω σε ένα καναπέ να βλέπει καταστροφές και καταστολές στις ειδήσεις, ενώ απολάμβανε ένα κομμάτι πίτσας. Για μια στιγμή κοκάλωσα... Μέχρι που παρατήρησα μία σκονισμένη μεταλλική πλακέτα κάτω από το παράθυρο. Τη σκούπισα και διάβασα “Τίποτα Δεν Είναι Προδιαγεγραμμένο”. Έδειξα το μεσαίο μου δάχτυλο στον ανούσιο μελλοντικό μου εαυτό και ανέβηκα τρέχοντας τα σκαλοπάτια...

(Το κείμενο έχει δημοσιευτεί στην εφημερίδα πόλης ΜΟΝΙΤΟΡ)