Σάββατο 2 Ιουλίου 2011

Αγάπησέ με;

Σ'΄αυτή τη πόλη, που μισώ και λατρεύω. Που έχει ξεβραστεί το απαύγασμα της λέρας με ένα όμως χρυσοκέντητο περιτύλιγμα, δίχως την έννοια του “γνώθις εαυτόν” . Υπόκρουση παραμορφωμένης μεξικάνικης κιθάρας με τέμπο που θυμίζει μπουζούκι και στο βάθος εσύ. Σαν φιγούρα που όταν ήμουν παιδί, μόνο εγώ έβλεπα στα σύννεφα. Τώρα σε βλέπω στης νεφέλες του μισόλιτρου μπροστά μου. Στο βάθος, στην άκρη της μπάρας παριστάνεις πως περνάς καλά. Αλλά σε ξέρω καλύτερα, δεν ήσουν ποτέ καλή στο θέατρο. Και μόλις χθες το ξημέρωμα μου είπες εν μέσω λυγμών:

-Θυμάσαι όταν ήμασταν παιδιά;

-Μα δεν σε γνώριζα τότε. Σε ξέρω κάτι λιγότερο από μήνα... Ή μήπως όχι;

-Νιώθω πως σε ξέρω από πάντα. Τι το κακό έχει το να πλάσουμε μια ιστορία;

-Με τρομάζεις...


Και με φόβισες στ' αλήθεια. Και έφυγες ή έφυγα εγώ, δεν πολύ - θυμάμαι και δεν ξέρω το γιατί. Είχα σίγουρα τη διαύγεια που χρειαζόμουν, όμως δεν έχει σημασία. Σημασία έχει πως τελείωσα το τσιγάρο μόνος και έπειτα διακτινίστηκα. Αλήθεια το έκανα και δεν έχω τη παραμικρή πραγματικά ιδέα για το πώς συνέβη. Βρέθηκα στα μέρη που πήγαμε μαζί και μας παρακολούθησα να φιλιόμαστε για ώρες και τίναζες το πόδι σου προς τα πίσω σαν να ζούσες παραμύθι. Έπειτα το έκανα ξανά και πάλι δεν κατάλαβα πώς. Τώρα βρέθηκα σε μέρη φανταστικά όμως. Βρέθηκα στις πόλεις που είχα δεί για τις οποίες σου μιλούσα ακατάπαυστα και τις είδα με τα μάτια σου ή καλύτερα διατυπωμένο, με το μυαλό σου. Ήταν σίγουρα τρεις ή τέσσερις φορές καλύτερες απ' όσο τις θυμόμουν εγώ και πέντε ή έξι φορές καλύτερες από ότι πραγματικά είναι. Ώρες και πάλι χάζευα τα κτίρια και τους ανθρώπους να περνάνε δίπλα μου.
Φοβόμουν μήπως είναι όνειρο και ξυπνήσω με κόκκινα από το κλάμα μάτια. Δεν έγινε έτσι όμως, για τρίτη και τελευταία μάλλον φορά στη ζωή μου διακτινίστηκα πίσω από τη σβησμένη γόπα στα πόδια μου.
Παίρνω τα μάτια μου από τη ζεστή πια μπύρα και τα ρίχνω επάνω σου. Μου έχεις τη πλάτη γυρισμένη μα δεν με πειράζει. Με μία και μοναδική ανάσα τινάζω το σκαμπό και διανύω τα πέντε μέτρα που μας χωρίζουν. Χτυπάω με το δείκτη μου απαλά τη πλάτη σου και γυρίζεις, όμορφη όπως πάντα.

-Αγάπησέ με;

-Θυμάσαι όταν ήμασταν παιδιά;

-Πως μπορώ να το ξεχάσω;


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου