Τετάρτη 5 Οκτωβρίου 2011

Σαγήνη

Στο φάσμα των χρωμάτων που δεν αποκωδικοποιούν τα μάτια του ανθρώπου, εκεί τη βρίσκω. Διχασμένη ταλαιπωρημένη και πολυπόθητη. Κρυφτό σαν νήπιο με τους σωσίες της. Στα βραδινά φθορίζοντα στενά. Στα μέρη που φαντάζομαι και φοβάμαι πως δεν θα προλάβω ν' αντικρίσω. Σε ανθρώπους που επινόησα και φοβάμαι πως δεν θα προλάβω να γνωρίσω. Σε χώρες που έζησα και φοβάμαι πως δεν θα ξαναζήσω. Και χάνω τη φωνή μου γιατί δε βρίσκω σαγήνη στον καθρέφτη. Και χάνω τη ζωή μου γιατί δε βρίσκω σαγήνη στον καθρέφτη. Μαζί με εμένα τη χάνεις και εσύ που με ζεις. Μα δεν θλίβομαι και δεν νιώθω ντροπή για αυτό. Διότι ο σωσίας της μου αρκεί. Διότι με παίρνει από το χέρι και με μαθαίνει να ζω και όχι μοναχά να επιβιώνω. Και έχει τους λόγους του που προτιμά τη λογική, άνθρωπε. Έχει τους λόγους του που σαγηνεύεται από τη λογική ο σωσίας. Και αλίμονο ,άνθρωπε, μένει μόνο να σε σαγηνεύσεις. Η σαγήνη για εσένα δεν θα είναι απλά μια λέξη. Και μετά θα είσαι ελεύθερος. Θα σ' επινοήσεις πάλι από την αρχή.

Σάββατο 2 Ιουλίου 2011

Αγάπησέ με;

Σ'΄αυτή τη πόλη, που μισώ και λατρεύω. Που έχει ξεβραστεί το απαύγασμα της λέρας με ένα όμως χρυσοκέντητο περιτύλιγμα, δίχως την έννοια του “γνώθις εαυτόν” . Υπόκρουση παραμορφωμένης μεξικάνικης κιθάρας με τέμπο που θυμίζει μπουζούκι και στο βάθος εσύ. Σαν φιγούρα που όταν ήμουν παιδί, μόνο εγώ έβλεπα στα σύννεφα. Τώρα σε βλέπω στης νεφέλες του μισόλιτρου μπροστά μου. Στο βάθος, στην άκρη της μπάρας παριστάνεις πως περνάς καλά. Αλλά σε ξέρω καλύτερα, δεν ήσουν ποτέ καλή στο θέατρο. Και μόλις χθες το ξημέρωμα μου είπες εν μέσω λυγμών:

-Θυμάσαι όταν ήμασταν παιδιά;

-Μα δεν σε γνώριζα τότε. Σε ξέρω κάτι λιγότερο από μήνα... Ή μήπως όχι;

-Νιώθω πως σε ξέρω από πάντα. Τι το κακό έχει το να πλάσουμε μια ιστορία;

-Με τρομάζεις...


Και με φόβισες στ' αλήθεια. Και έφυγες ή έφυγα εγώ, δεν πολύ - θυμάμαι και δεν ξέρω το γιατί. Είχα σίγουρα τη διαύγεια που χρειαζόμουν, όμως δεν έχει σημασία. Σημασία έχει πως τελείωσα το τσιγάρο μόνος και έπειτα διακτινίστηκα. Αλήθεια το έκανα και δεν έχω τη παραμικρή πραγματικά ιδέα για το πώς συνέβη. Βρέθηκα στα μέρη που πήγαμε μαζί και μας παρακολούθησα να φιλιόμαστε για ώρες και τίναζες το πόδι σου προς τα πίσω σαν να ζούσες παραμύθι. Έπειτα το έκανα ξανά και πάλι δεν κατάλαβα πώς. Τώρα βρέθηκα σε μέρη φανταστικά όμως. Βρέθηκα στις πόλεις που είχα δεί για τις οποίες σου μιλούσα ακατάπαυστα και τις είδα με τα μάτια σου ή καλύτερα διατυπωμένο, με το μυαλό σου. Ήταν σίγουρα τρεις ή τέσσερις φορές καλύτερες απ' όσο τις θυμόμουν εγώ και πέντε ή έξι φορές καλύτερες από ότι πραγματικά είναι. Ώρες και πάλι χάζευα τα κτίρια και τους ανθρώπους να περνάνε δίπλα μου.
Φοβόμουν μήπως είναι όνειρο και ξυπνήσω με κόκκινα από το κλάμα μάτια. Δεν έγινε έτσι όμως, για τρίτη και τελευταία μάλλον φορά στη ζωή μου διακτινίστηκα πίσω από τη σβησμένη γόπα στα πόδια μου.
Παίρνω τα μάτια μου από τη ζεστή πια μπύρα και τα ρίχνω επάνω σου. Μου έχεις τη πλάτη γυρισμένη μα δεν με πειράζει. Με μία και μοναδική ανάσα τινάζω το σκαμπό και διανύω τα πέντε μέτρα που μας χωρίζουν. Χτυπάω με το δείκτη μου απαλά τη πλάτη σου και γυρίζεις, όμορφη όπως πάντα.

-Αγάπησέ με;

-Θυμάσαι όταν ήμασταν παιδιά;

-Πως μπορώ να το ξεχάσω;


Τρίτη 10 Μαΐου 2011

Το παράθυρο.

Η ιστορία μου πάει κάπως έτσι: Υπάρχει λέει ένα μαγαζάκι, υπόγειο κάπου στο Ηράκλειο. Δεν διαφημίστηκε ποτέ, έτσι δεν το ξέρουν παρά μόνο ελάχιστοι. Όσοι το γνωρίζουν το έμαθαν μόνο από φήμες αλλά ακόμη και αυτοί, δεν ξέρουν όλοι, πού ακριβώς βρίσκεται. Είναι παλιό και δεν έχει ταμπέλα, δεν έχει καν υπάλληλο και ο ιδιοκτήτης είναι εδώ και αρκετές γενιές χαμένος. Είναι πάντα ανοιχτό και μόνο η άγνοιά μας για αυτό, το προστατεύει από τις λεηλασίες. Ακούω πως είναι γεμάτο με αντικείμενα, κάτι σαν τάματα που αφήνει κάποιος όταν μπαίνει. Από κορδόνια παπουτσιών, άδεια κουτάκια μπύρας, μέχρι σκουριασμένους πια φοίνικες και δραχμές. Κάποτε ήταν άδειο, είχε μόνο ένα παράθυρο στον υπόγειο τοίχο με θέα μια απόκοσμη ομίχλη. Ο μύθος έλεγε πως εάν είχες αρκετά όνειρα στη ζωή σου και ήθελες πραγματικά να μάθεις αν θα τα πραγματοποιήσεις, δεν είχες παρά μόνο να κοιτάξεις μέσα από το τζάμι. Η ομίχλη θα χανόταν και μια τρύπα στο χωροχρόνο θα σου έδειχνε τη ζωή σου σε είκοσι χρόνια. Την άκουγα από μικρός την ιστορία. Ποτέ δεν το έψαξα, όμως πάντοτε το είχα σε μία άκρη του μυαλού μου...

Ένα μεθυσμένο βράδυ όμως περνώντας από ένα στενό που θα κρατήσω κρυφό, για ευνόητους λόγους, βουτάει το πόδι μου στο πρώτο από τα πολλά σκαλοπάτια, που οδηγούσαν στο πυρήνα του χωρίς-αμφιβολία, “μυστικού” μαγαζιού. Όπως ήταν φυσικό, τα υπόλοιπα σκαλιά τα κατρακύλησα πόδια-κεφάλι-πλάτη σα βαρελάκι μέχρι το πάτο. Η όχι τόσο ομαλή μου προσγείωση έκοψε απότομα τις επιδράσεις του αλκοόλ στο μυαλό μου. Σηκώθηκα και τίναξα τη σκόνη από επάνω μου. Τότε πρόσεξα, τρία ακόμα άτομα να με κοιτάνε υποτιμητικά από το βάθος του μαγαζιού. Ήταν μία γυναίκα και δύο άντρες.

-”Για το παράθυρο;”. Μου φώναξε η γυναίκα...

-“Εεεε.. Ναι!”.

-“Εδώ είναι η σειρά νεαρέ. Μη βιαστείς είμαστε άλλοι 3 πριν από εσένα...”.

Πλησίασα βιαστικά. Και κοίταξα το θέαμα που έδειχνε το παράθυρο στον άντρα που το κοιτούσε. Ήταν αυτός και η γυναίκα του και έκλαιγαν πάνω από το τραπέζι μιας σκοτεινής κουζίνας κρατώντας ένα ειδοποιητήριο της τράπεζας.

-”Έχει όνειρο να ανοίξει το πιο όμορφο cafe bistro του κόσμου.” Μου ψιθύρισε η γυναίκα...

-Μάλιστα... Εσείς και ο επόμενος τι όνειρο έχετε;

-“Ο άλλος κύριος μπροστά μου, ονειρεύεται πως θα αποκτήσει τη μεγαλύτερη συλλογή κλασσικών αυτοκινήτων του κόσμου. Όσο για εμένα, θέλω να ταξιδέψω σε όλο το κόσμο. Για πες μου εσύ νεαρέ...;”

-Εμένα τα όνειρά μου αφορούν πολύ περισσότερο κόσμο. Δεν είναι βλέπετε τόσο εγωκεντρικά.
“Μμμμ....”. Μούγκρισε ξιπασμένα και μου γύρισε τη πλάτη.

Ο πρώτος έφυγε θυμωμένος. Στον δεύτερο, το παράθυρο έδειξε ένα τεράστιο φλεγόμενο γκαράζ έτσι έφυγε και αυτός απογοητευμένος. Ήρθε και η σειρά της γυναίκας. Η αλήθεια ήταν πως πραγματικά ευχόμουν να δει αυτό που ήθελε. Όμως όχι... Το παράθυρο για ακόμη μια φορά, δεν χαρίστηκε. Είδε τον εαυτό της να σφουγγαρίζει για ένα πενιχρό μισθό τα μάρμαρα ενός αεροδρομίου, καταδικασμένη να βλέπει για πάντα ταξιδιώτες και αεροπλάνα να σηκώνονται. Βουρκωμένη και χωρίς να πει κουβέντα ανέβηκε τα σκαλιά που οδηγούσαν στο δρόμο. Ήταν πια η σειρά μου. Θα έβλεπα την ουτοπία μου; Με σφιγμένες γροθιές και τρομοκρατημένο βλέμμα, παρακολούθησα τον ατημέλητο εαυτό μου, επάνω σε ένα καναπέ να βλέπει καταστροφές και καταστολές στις ειδήσεις, ενώ απολάμβανε ένα κομμάτι πίτσας. Για μια στιγμή κοκάλωσα... Μέχρι που παρατήρησα μία σκονισμένη μεταλλική πλακέτα κάτω από το παράθυρο. Τη σκούπισα και διάβασα “Τίποτα Δεν Είναι Προδιαγεγραμμένο”. Έδειξα το μεσαίο μου δάχτυλο στον ανούσιο μελλοντικό μου εαυτό και ανέβηκα τρέχοντας τα σκαλοπάτια...

(Το κείμενο έχει δημοσιευτεί στην εφημερίδα πόλης ΜΟΝΙΤΟΡ)

Παρασκευή 15 Απριλίου 2011

Uh... Said the man to the lady!

City life με θέμα τον έρωτα στις Μητροπόλεις... Από τον άνθρωπο που ερωτεύεται τρεις με τέσσερις φορές καθημερινά...

Προειδοποίηση: Η παρατήρηση για το γεγονός πως το Ηράκλειο δεν είναι Μητρόπολη, θα θεωρηθεί εκτός θέματος.

Πως είναι ο έρωτας στο Ηράκλειο: Κενός και παθιασμένος... Θορυβώδης σαν έφηβοι σε καφετέρια, με τη πεποίθηση πως οι φωνές τους, θα τους ξεχωρίσουν. Γεμάτος πουκάμισα και κολλητά φορέματα. Γλωσσόφιλα σε παγκάκια στα πάρκα. Αλκοολικός και γεμάτος ένταση. Αρρωστημένος και γεμάτος SMS. Χέρια ενωμένα που μία στις δύο φορές, αφορμή ψάχνουν να ξεκολλήσουν. Γυαλιστερά μαλλιά, παπούτσι που τυφλώνει και φρεσκοπλυμένο παπί.

Παραθέτω κλασσικό μίνι-διάλογο.

- Κράτα μου λίγο την τσάντα να βγάλω τα παπούτσια μου γιατί με πεθαίνουν.

- Γρήγορα όμως γιατί πεινάω...

Εγώ πεθαίνω από τον πόνο για να σου αρέσω και εσύ βιάζεσαι γιατί πεινάς...

- Γρήγορα!

Πως θα έπρεπε να είναι ο έρωτας παντού: Κενός και παθιασμένος... Μοναδικός. Ρομαντικός και προσωπικός (γιατί ζηλεύω). Fluorescent πεταχτά φιλιά στο μάγουλο κάτω από πολύχρωμα νέον φώτα. Σκοτεινά γλωσσόφιλα σε σοκάκια με ομίχλη. Γεμάτος νυσταγμένες αγκαλιές σε υπόγειες βανδαλισμένες διαβάσεις μακριά από τη πατρίδα σου. Καλοκαιρινός, Φθινοπωρινός, Χειμερινός και Ανοιξιάτικος. Οπωσδήποτε θα έπρεπε να ξεκινάει καθημερινά, με το φως και τη μυρωδιά του καφέ να σε ξυπνάνε στη “σοφίτα” με το ξύλινο πάτωμα της νεοκλασικής πολυκατοικίας που θα μένεις. Αποκλεισμένος από το χιόνι στη καμπίνα του αμαξιού σου. Τέλος, θα έπρεπε να έχει ήχο από Ισπανικές κιθάρες και κινηματογραφική βροχή, τουλάχιστον μια φορά την ημέρα. Αυτά είναι μια καλή αρχή για τον έρωτα στη πόλη...

Uh... Said the lady to the man!

Εγώ θέλω να αγαπώ μόνο το Φθινόπωρο και το Χειμώνα γιατί το Καλοκαίρι θα λείπω και οι καλοκαιρινές αγάπες στα νησιά είναι κλισέ. Την Άνοιξη με πιάνουν αλλεργίες και δεν έχω όρεξη για έρωτες... Θέλω να αγαπώ με ένα τρόπο που έχει εκλείψει... Θέλω την αγάπη των 20's. Το νεοκλασικό μας να λέγεται μοντέρνο και φουτουριστικό, και να ντύνομαι με τα φορέματα της Charleston. Fluorescent πεταχτά φιλιά στο μάγουλο έξω από πολύχρωμα cabaret. Θέλω την αγάπη των 50's σε πολύχρωμη πόλη. Σε drive-in κινηματογράφους. Θέλω την ψυχεδελική Βρετανική αγάπη των 60's και των 70's. Θέλω τα ηχεία που χρησιμοποιεί ο δήμος στις παρελάσεις να παίζουν το Yumeji's Theme για να είμαι “In the mood for love”...

- Ζούμε στο Ηράκλειο όμως... Το 2010...

- Δεν με πειράζει...

Soundtrack κειμένου: Yumeji's Theme – In the mood for love theme

(Το κείμενο έχει δημοσιευτεί στην εφημερίδα πόλης ΜΟΝΙΤΟΡ)


Πέμπτη 24 Μαρτίου 2011

ANTIFA είναι, θα περάσει;

Είχα λέει κάποτε αληθινά αναρχικές ιδέες... Είχα θέληση για να περνάω καλά. Έκλεινα τα μάτια μου και έβλεπα “Ουτοπίες”. Διάβαζα βιβλία για την ελευθερία της έκφρασης, για το σεβασμό σε οτιδήποτε έτυχε να συνυπάρχει μαζί μου στο πλανήτη, ζωντανό και άψυχο. Υπήρχαν στιγμές που μια σταγόνα βροχής ήταν ικανή να μπλοκάρει κάθε μου σκέψη, μόνο και μόνο με την ευχαρίστηση που μου προσέφερε. Έκανα μάλιστα σχέδια για το μέλλον και το φανταζόμουν φτιαγμένο από το μηδέν με το άρωμα που συνοδεύει κάθε τι “καινούριο”. Όλα θα λειτουργούσαν ρολόι χωρίς να χρειαζόμαστε εκπροσώπους. Ονειρευόμουν πως δεν θα ήμασταν κομμουνιστές, μαρξιστές, σοσιαλιστές, ακροδεξιοί αλλά απλά θα “ήμασταν”. Κοκορευόμουν, επειδή δεν άνηκα πουθενά, σε καμία ιδέα, σε καμία πατρίδα η μάλλον όχι είχα πίστη σε πολλά... Ήμουν πραγματικά ευμετάβλητος. Πηλός στα χέρια μου... Ταμπέλες είχαν μόνο τα όνειρά μου και αυτό, για να τα ξεχωρίζω και μόνο.

Έκανα πολλές προσπάθειες να κατανοήσω πως λειτουργούν οι κοινωνίες και τα κατάφερα στ' αλήθεια. Μόνο τους αστάθμητους παράγοντες δεν πήρα σοβαρά υπ' όψιν.... Γιατί ήταν εεε... Λίγο... Αστάθμητοι.


Τώρα συχνάζω με τον “χώρο” μου. Αφυπνισμένος πια. Εναλλακτικός και αδιάλλακτος. Μισώ ακόμα το χρήμα. Μισώ και τους μπάτσους για την απόφαση τους. Βασικά μισό! Τώρα που το καλοσκέφτομαι, απλά μισώ. Σημαντική διαφορά. Αλλά καλύτερη; Υπήρχε θυμάμαι μια εποχή που είχα στόχο το συναίσθημα. Εκείνο που θα μου προκαλούσε η μυρωδιά του καινούριου. Κάθε ψήγμα λογικής, έπαιζε το σώμα μου σα μαριονέτα που ονειρευόταν το συναίσθημα. Άλλαζα τη λέξη πολιτισμός μέσα μου νανοσεκόντ-νανοσεκόντ. Τώρα το συναίσθημα κρατάει τα νήματα... Μα με κάνει και θολώνω, και μόνο 2-3 στιγμές διαύγειας σκέφτομαι, “πως το μίσος μου, θα κουνήσει το άβουλο κουφάρι μου προς όφελος της ευτυχίας μου; ”. Εάν γνωρίζονταν αυτά τα δύο μεταξύ τους πάλι στις μπουνιές θα κατέληγαν. Αναλώθηκα ο μαλάκας.. Τα έβαλα κάτω, έστυψα το μυαλό μου για να γεννήσει όνειρα και ιδέες, για να κατανοήσει ανθρώπους, καταστάσεις και λειτουργίες... Όλα αυτά για να χάσει τα ηνία η λογική μου. Που να κοπούν τα χέρια της οργής μου! Να μην ελέγχει τίποτα. Σαν να μην έφταναν όλα αυτά, γίναμε και πολλοί. ANTIFA... Όπως λέμε Hip-hop crew... Φασιστάκια έχε τε το νου σας γιατί έγινα αυτό που μισούσα... Έγινα φασίστας. Ελπίζω να περάσει.

Πέμπτη 17 Μαρτίου 2011

¡ El Fenómeno del Botellón en Espaná !

Ποιοι είναι οι λόγοι να αγαπήθει κανείθ το “μεγάλο μπουκάλι” τηθ Ιθπανίας? Πέρα από την ακριβή ετυμολογία της, η λέξη αυτή, έχει κληθεί να περιγράψει μια αγαπημένη ασχολία της Ισπανίας (και δική μου). Botellón σημαίνει κάθομαι στους δρόμους και πίνω μέχρι να φύγω ή να πέσω ξερός. Και οι δύο αυτές καταστάσεις είναι αποδεκτές και επικροτούνται για όσους αναρωτήθηκαν...

Λίγα λόγια για την ιστορία του;;;

Λοιπόν...Ξεκίνησε στα 80's στην Ανδαλουσία, ως μια φθηνότερη αλλά εξίσου διασκεδαστική
εναλλακτική των μπαρ. Ποιοι το ξεκίνησαν; Μα φυσικά οι εργάτες! Εδώ κολλάει τώρα το Άρης-Ρετσίνα – Μαλαματίνα. Μπράβο τα παιδιά! Καλά έκαναν. Μάλιστα, αυτή μου την άποψη, την ενστερνίζεται όλη η νεολαία της χώρας και όχι μόνο. Το φαινόμενο λοιπόν αυτό, άνθισε και εξαπλώθηκε σαν τη μαύρη πανούκλα στους νέους όλης της Ισπανίας.

Τι είναι σήμερα το “El Botellón”;

Οι πλατείες γίνονται το σπίτι σου. Με προσωπική αδυναμία στη Sol της Μαδρίτης και τα τριγύρω πλακόστρωτα της. Μεθυσμένα ανθρώπινα αγάλματα στα τειχάκια των εισόδων του Metro. Περνάς το βράδυ σου υπογράφοντας μια φανταστική υπεύθυνη δήλωση πως δεν θα πας στη δουλειά το πρωί. Αφού πρώτα τα βρεις με τον εαυτό σου αρπάζεις το μπουκάλι με το κακό κρασί, πιάνεις και τη Desperados μπύρο – τεκίλα, γίνεσαι χάλια και τα βρίσκεις και με τους υπόλοιπους. Πολύχρωμα βράδια! Γυρνάς το κεφάλι και βλέπεις τα πάντα σα μια θολή κορδέλα αδυνατείς να ξεχωρίσεις λεπτομέρειες αλλά “το ελέγχεις” ακόμα. Κοινωνικοποίηση στην πιο ωμή της μορφή δίχως δήθεν διαπροσωπικές αναστολές. “Αλητεία” με την θετικότερη της έννοια και ότι μπορεί να συνεπάγεται
κάτι τέτοιο. Κατάπτυστο από μια μεγάλη μερίδα ανθρώπων που σε κοιτάζουν με μισό μάτι, καθώς οι 30-40-50something ηλικίες στις μεγάλες πόλεις της Ισπανίας αποδοκιμάζουν με σθένος το φαινόμενο.

Θεραπεία;

Κατά καιρούς έχουν ακουστεί διάφορες μαλακίες. Να βγει νόμος περί απαγόρευσης της δημόσιας κατανάλωσης αλκοόλ. Να δημιουργηθεί μία τεράστια πλατεία που θα φιλοξενεί τους φίλαθλους του “σπορ” μακριά από σπίτια, η οποία φυσικά θα αστυνομεύεται. Κλπ. Ακόμα και αν υπάρχει γιατρειά εμείς οι ασθενείς ΔΕΝ ΤΗ ΘΕΛΟΥΜΕ! Ο καθωσπρεπισμός δεν μας πάει ρε γαμώτο. Πως να το κάνουμε; Σε εσένα μιλάω νοικοκυρά! Που τα βράδια πετάς τις τσάντες με τα σκουπίδια από το μπαλκόνι επειδή βαριέσαι να κατέβεις, και τα πρωινά κοιτάς με αγανάκτηση τους ξέχειλους από τις μπύρες κάδους και σταυροκοπιέσαι!

P.S.(ιτ)...
Σημειωτέον πως δεν ζω στην Ισπανία, αλλά ζω την Ισπανία ανάμεσα σε αρκετές ακόμα κουλτούρες.